Αχώριστη παρέα
στον κόσμο μιας αυλής
κοπέλια ο Νικήτας
εγώ και ο Στελής.
Είχε θολό ποτάμι
ζερβά που το χωριό
και κάναμε καράβια
με κούπες καρυδιώ.
Ποτέ για το Νικήτα
δε λέει κιανείς κακό
γιατί από φαμέγιος
γίνηκε αφεντικό.
Επρόβαιρνε η μάνα
του άλλου στη στροφή
να μην αλαργοπάρει
φοβούντανε σαφή.
Κανείς δεν τον ξανάδε
πάει καιρός πολύς
που εκίνησε να φύγει
στα ξένα ο Στελής.
Κι ανε βαρούν οι χρόνοι
κι αφήνουν μελανιές
μονάχος παίζω ακόμη
χωστό στσι γειτονιές.
Καημένοι μπουνταλάδες
μη με πειράζετε
τον κόσμο με το γέλιο
δεν τον αλλάζετε.
Κι εσύ που με γυρεύγεις
στα νέφη του βοριά
έχω χωσά πιτήδεια
για την κακοκαιριά.
Στου ποταμού το ρέμα
σαν ψάξεις θα με βρεις
κάνω ταξίδια μύρια
σ’ ολόκληρη τη γης.
|
Achóristi paréa
ston kósmo mias avlís
kopélia o Nikítas
egó ke o Stelís.
Iche tholó potámi
zervá pu to chorió
ke káname karávia
me kupes karidió.
Poté gia to Nikíta
de léi kianis kakó
giatí apó famégios
ginike afentikó.
Epróverne i mána
tu állu sti strofí
na min alargopári
fovuntane safí.
Kanis den ton ksanáde
pái kerós polís
pu ekínise na fígi
sta kséna o Stelís.
Ki ane varun i chróni
ki afínun melaniés
monáchos pezo akómi
chostó stsi gitoniés.
Kaiméni buntaládes
mi me pirázete
ton kósmo me to gélio
den ton allázete.
Ki esí pu me girevgis
sta néfi tu voriá
écho chosá pitídia
gia tin kakokeriá.
Stu potamu to réma
san psáksis tha me vris
káno taksídia míria
s’ olókliri ti gis.
|