Ένας Ρομπέν των θαλασσών, παιδί της ήττας,
συμβιβασμένος κι ανυπότακτος της νύχτας,
σαν βιασμένος βιαστής που απορρίψαν,
όσες τυράννησε ψυχές, κι όσες του λείψαν.
Φονιάς, η ανάγκη τον τραβάει από το πέτο,
οι αντιφάσεις του κρατάνε το στιλέτο,
ποιον φοβερίζουν στης ζωής του το ταξίδι,
το χθες, το μέλλον, της αγρύπνιας του το φίδι.
Πέρασε χρόνια πέτρινα,
θεριό σ’ αιχμαλωσία
και τώρα επιβήτορας
διψάει για εξουσία.
Βλαστήμαγε την τύχη του
πισθάγκωνα δεμένος,
ποζάρει τώρα νικητής
κι ας νιώθει νικημένος.
Χώρα ληστών τον έντυσε
στο χρώμα της πληγής της,
του πρόσφερε αντιπαροχή
το δάκρυ της ψυχής της.
Στο ξίφος γράφει τον χρησμό,
στη δανεική πορφύρα,
της ιστορίας το σφυγμό
ακούει στην αρμύρα.
Πάθη, πελάγη και δυο μάτια φλογισμένα,
φώτα πορείας στην ομίχλη μεθυσμένα,
το δρόμο δείχνουν για της άρκτου το ξωκλήσι,
τις δυο ψυχές του πρέπει πάλι να μετρήσει.
Στην εσχατιά των οριζόντων στέλνει σήμα,
φόβους κι ελπίδες να ταιριάζουν σ’ ένα σχήμα,
να κλείσει ειρήνη μ’ όσα έχασε για πάντα,
πατρίδα, έρωτες στου χρόνου τη βεράντα.
|
Έnas Robén ton thalassón, pedí tis íttas,
simvivasménos ki anipótaktos tis níchtas,
san viasménos viastís pu aporrípsan,
óses tiránnise psichés, ki óses tu lipsan.
Foniás, i anágki ton travái apó to péto,
i antifásis tu kratáne to stiléto,
pion foverízun stis zoís tu to taksídi,
to chthes, to méllon, tis agrípnias tu to fídi.
Pérase chrónia pétrina,
therió s’ echmalosía
ke tóra epivítoras
dipsái gia eksusía.
Olastímage tin tíchi tu
pisthágkona deménos,
pozári tóra nikitís
ki as nióthi nikiménos.
Chóra listón ton éntise
sto chróma tis pligís tis,
tu prósfere antiparochí
to dákri tis psichís tis.
Sto ksífos gráfi ton chrismó,
sti danikí porfíra,
tis istorías to sfigmó
akui stin armíra.
Páthi, pelági ke dio mátia flogisména,
fóta porias stin omíchli methisména,
to drómo dichnun gia tis árktu to ksoklísi,
tis dio psichés tu prépi páli na metrísi.
Stin eschatiá ton orizónton stélni síma,
fóvus ki elpídes na teriázun s’ éna schíma,
na klisi iríni m’ ósa échase gia pánta,
patrída, érotes stu chrónu ti veránta.
|