Μες στο παλιό το καφενείο
δίπλα ο γλυκύβραστος να καίει,
έξω λιοπύρι, έξω κρύο
κι ο Ρωμιός να λέει, να λέει.
“Όλα στραβά είναι καμωμένα,
μα ποιος με ρώτησε κι εμένα;”
Κι ενώ ο γλυκύβραστος παγώνει,
τα λάθη της ζωής διορθώνει.
Αχ, να `ταν κείνος αρχηγός,
πρωθυπουργός και μινιστράλε,
να δεις πώς πάει η Ελλάδα μπρος,
γίνετ’ Αμέρικα και βάλε.
Με τον σκληρό τον πλούσιο τα `χει
που όλο μαζεύει και δε δίνει
και τον φτωχό έχει στο στομάχι
που τ’ άδικα τα καταπίνει.
Μέσα στον καφενέ βραδιάζει
κι αυτός ακόμα κουβεντιάζει.
Κι ενώ ο γλυκύβραστος παγώνει,
τα λάθη της ζωής διορθώνει.
|
Mes sto palió to kafenio
dípla o glikívrastos na kei,
ékso liopíri, ékso krío
ki o Romiós na léi, na léi.
“Όla stravá ine kamoména,
ma pios me rótise ki eména;”
Ki enó o glikívrastos pagóni,
ta láthi tis zoís diorthóni.
Ach, na `tan kinos archigós,
prothipurgós ke ministrále,
na dis pós pái i Elláda bros,
ginet’ Amérika ke vále.
Me ton skliró ton plusio ta `chi
pu ólo mazevi ke de díni
ke ton ftochó échi sto stomáchi
pu t’ ádika ta katapíni.
Mésa ston kafené vradiázi
ki aftós akóma kuventiázi.
Ki enó o glikívrastos pagóni,
ta láthi tis zoís diorthóni.
|