Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υακίνθους
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών
γι αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν
παρά δήμων ονείρων, παρά δήμων ονείρων.
Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω
κι αν φωνάξω
Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή
σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.
Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος
οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους
και το φλασκί των ανέμων αδειάζει.
Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει
ξυπνώ
σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στα χάσματα της αστραπής,
κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τα ανθρώπινα σώματα,
κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας
στον αξεδίψαστη γης
συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,
θα ‘λεγες είναι φορτωμένοι σ’ ένα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια,
οι αγάπανθοι τα ασφοδίλια των νέγρων:
Πώς να τη μάθω ετούτη τη Θρησκεία;
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα
που τον κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το μακρινό ταξίδι
εκείνο το σπίτι περιμένει
μ’ ένα γαλάζιο καπνό
μ’ ένα σκυλί γερασμένο
περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της Θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
|
Den échi asfodília, meneksédes, míte iakínthus
pós na milísis me tus pethaménus.
I pethaméni ksérun monácha ti glóssa ton luludión
gi aftó sopenun
taksidevun ke sopenun, ipoménun ke sopenun
pará dímon oniron, pará dímon oniron.
An archíso na tragudó tha fonákso
ki an fonákso
I agápanthi prostázun siopí
sikónontas éna cheráki maviu moru tis Aravías
í akómi ta patímata mias chínas ston aéra.
Ine varí ke dískolo, de mu ftánun i zontani
próta giatí de milun, ki ístera
giatí prépi na rotíso tus nekrus
gia na boréso na prochoríso parakáto.
Alliós de ginete, mólis me pári o ípnos
i síntrofi kóvune tus asiménius spágkus
ke to flaskí ton anémon adiázi.
To gemízo ki adiázi, to gemízo ki adiázi
ksipnó
san to chrisópsaro kolibóntas
mésa sta chásmata tis astrapís,
ki o agéras ki o kataklismós ke ta anthrópina sómata,
ki i agápanthi karfoméni san tis saΐtes tis miras
ston aksedípsasti gis
sigklonisméni apó spasmodiká noímata,
tha ‘leges ine fortoméni s’ éna pabáleo káro
katrakilóntas se chalasménus drómus, se paliá kalnterímia,
i agápanthi ta asfodília ton négron:
Pós na ti mátho etuti ti Thriskia;
To próto prágma pu ékane o Theós ine i agápi
épita érchete to ema
ki i dípsa gia to ema
pu ton kentrízi
to spérma tu kormiu kathós t’ aláti.
To próto prágma pu ékane o Theós ine to makrinó taksídi
ekino to spíti periméni
m’ éna galázio kapnó
m’ éna skilí gerasméno
periménontas gia na ksepsichísi to girismó.
Ma prépi na m’ arminépsun i pethaméni
ine i agápanthi pu tus kratun amílitus,
ópos ta váthi tis Thálassas í to neró mes sto potíri.
|