Ο Τζώνης είμαι ο μπόγιας
χάϊχο χάϊχο
τους φίλους μου έχω σφάξει
χάϊχο χάϊχο.
Αγόρασα πιστόλι
από παλιό φονιά
και πήγα στ’ Αργοστόλι
και στην Κεφαλονιά.
Γελούσε η πολιτεία
στην ήσυχη βραδιά
και στη μικρή πλατεία
φωνάζαν τα παιδιά.
Ο Τζώνης είμαι ο μπόγιας
χάϊχο χάϊχο
τ’ αδέλφια μου έχω σφάξει
χάϊχο χάϊχο.
Δε με κεράσαν ούζο
δε μου ’δωσαν κρασί
τότε άρχισα να σκούζω
και μ’ άκουσες κι εσύ.
Κουβέντες δε σηκώνω
δεν παίρνω διαταγές
το σπίτι μου κλειδώνω
κι αρχίζω τις σφαγές.
|
O Tzónis ime o bógias
cháicho cháicho
tus fílus mu écho sfáksi
cháicho cháicho.
Agórasa pistóli
apó palió foniá
ke píga st’ Argostóli
ke stin Kefaloniá.
Geluse i politia
stin ísichi vradiá
ke sti mikrí platia
fonázan ta pediá.
O Tzónis ime o bógias
cháicho cháicho
t’ adélfia mu écho sfáksi
cháicho cháicho.
De me kerásan uzo
de mu ’dosan krasí
tóte árchisa na skuzo
ke m’ ákuses ki esí.
Kuvéntes de sikóno
den perno diatagés
to spíti mu klidóno
ki archízo tis sfagés.
|