Στις γειτονιές του Πειραιά έτρεχες σαν αντάρτης,
στ’ όνειρο κάθε κοριτσιού είχες την πρώτη θέση,
ήσουνα πάντα ο αρχηγός, πάντα ο επαναστάτης
κι όλοι σ’ ακολουθούσαμε, τότε, στη συμμορία.
Μα ήρθε εκείνο το θεριό που χρόνο το `χουν βγάλει
κι η συμμορία σκόρπισε, σε χάσαμε, αρχηγέ μου,
σκληρά μας χτύπησε ο εχθρός, τη χάσαμε τη μάχη,
μας πήρανε τη γειτονιά, τ’ απόρθητο το κάστρο.
Τίποτα δεν έγινε, δικέ μου,
τίποτα δεν έμεινε, αρχηγέ μου.
Στις γειτονιές του Πειραιά, όπου καυγάς και μέσα,
σκληρός σαν βράχος, τσαμπουκάς, κανέναν δε φοβόσουν,
μα ήρθε εχθρός πιο δυνατός και χτύπησε από πίσω,
τον τσαμπουκά σου έσπασε, σε τσάκισε, αρχηγέ μου.
Τώρα, μου λεν, βολεύτηκες, έγινες ανθρωπάκι,
πήρες το μέρος του εχθρού, σε κάνανε δικό τους,
κι εγώ που ψάχνω ένα πως και κάποιον να πιστέψω,
μόνος γυρνάω στη γειτονιά, να βρω τον αρχηγό μου.
Τίποτα δεν έγινε, δικέ μου,
τίποτα δεν έμεινε, αρχηγέ μου.
|
Stis gitoniés tu Pireá étreches san antártis,
st’ óniro káthe koritsiu iches tin próti thési,
ísuna pánta o archigós, pánta o epanastátis
ki óli s’ akoluthusame, tóte, sti simmoría.
Ma írthe ekino to therió pu chróno to `chun vgáli
ki i simmoría skórpise, se chásame, archigé mu,
sklirá mas chtípise o echthrós, ti chásame ti máchi,
mas pírane ti gitoniá, t’ apórthito to kástro.
Típota den égine, diké mu,
típota den émine, archigé mu.
Stis gitoniés tu Pireá, ópu kavgás ke mésa,
sklirós san vráchos, tsabukás, kanénan de fovósun,
ma írthe echthrós pio dinatós ke chtípise apó píso,
ton tsabuká su éspase, se tsákise, archigé mu.
Tóra, mu len, voleftikes, égines anthropáki,
píres to méros tu echthru, se kánane dikó tus,
ki egó pu psáchno éna pos ke kápion na pistépso,
mónos girnáo sti gitoniá, na vro ton archigó mu.
Típota den égine, diké mu,
típota den émine, archigé mu.
|