Ο βασιλιάς Αλφόνσο
πουλούσε όσο όσο
το σκήπτρο και το στέμμα
για να του βρουν την Έμμα.
Την είδε πριν βραδιάσει,
την χάνει αφού νυστάξει,
έρχεται στ’ όνειρό του,
ξυπνάει απ’ το κακό του.
Φρουροί, χωροφυλάκοι,
σπίτι και καλυβάκι,
ψάξετέ τα ένα ένα
για να βρεθεί η Έμμα.
Φρουροί και συνωμότες
ανοίξτε όλες τις πόρτες
μην κάπου είναι κρυμμένη,
βρείτε μου πια που μένει.
Ανατολή και δύση,
τρεις ψάχνουν στο Παρίσι,
τρεις πάνε στη Βεγγάζη,
τρεις πέφτουν σε μαράζι.
Δυο φεύγουν εξορία,
δυο κάνουν απεργία,
μα ένας μες στ’ αγιάζι
την Έμμα αγκαλιάζει.
Θεέ μου παιχνίδι, νάζι
την ώρα που βραδιάζει,
λέει θα παραδώσω
την Έμμα, να γλιτώσω.
Περνά Δευτέρα, Τρίτη
την Έμμα έχει στο σπίτι,
τον βασιλιά Αλφόνσο
τον πούλησε όσο όσο.
Κάναν παιδιά κι εγγόνια
στη ζέστη και στα χιόνια,
χτίσαν κι ένα βασίλειο
τρανό κάτω απ’ τον ήλιο.
|
O vasiliás Alfónso
puluse óso óso
to skíptro ke to stémma
gia na tu vrun tin Έmma.
Tin ide prin vradiási,
tin cháni afu nistáksi,
érchete st’ óniró tu,
ksipnái ap’ to kakó tu.
Fruri, chorofiláki,
spíti ke kaliváki,
psákseté ta éna éna
gia na vrethi i Έmma.
Fruri ke sinomótes
anikste óles tis pórtes
min kápu ine krimméni,
vrite mu pia pu méni.
Anatolí ke dísi,
tris psáchnun sto Parísi,
tris páne sti Oengázi,
tris péftun se marázi.
Dio fevgun eksoría,
dio kánun apergia,
ma énas mes st’ agiázi
tin Έmma agkaliázi.
Theé mu pechnídi, názi
tin óra pu vradiázi,
léi tha paradóso
tin Έmma, na glitóso.
Perná Deftéra, Tríti
tin Έmma échi sto spíti,
ton vasiliá Alfónso
ton pulise óso óso.
Kánan pediá ki engónia
sti zésti ke sta chiónia,
chtísan ki éna vasílio
tranó káto ap’ ton ílio.
|