Πως βλέπω απέναντι κανείς δεν ξέρει
και είναι αλήθεια τελικά πως έχω καταφέρει,
το βλέμμα μου,
το βλέμμα μου
σαν διαρρήκτης να γυρνά στα σπίτια που κοιτά.
Και την αόρατη τροχιά του βλέμματος θα βάψω
με χρώματα κι απάνω της τσιμέντο θα πετάξω
και ίσως ο ορίζοντας,
και ίσως ο ορίζοντας,
και ίσως ο ορίζοντας ξαναφανεί από ‘δώ.
Και στο βυθό του ουρανού τα δίχτυα θα πετάξω,
στης έγχρωμης προβλήτας μου την άκρη θα αράξω
κι όταν με βρει,
κι όταν με βρει,
κι όταν με βρει το δειλινό κεραίες θα μετρώ.
Τα σκουριασμένα σίδερα που τράβηξα απ’ τον τοίχο,
καθώς καμπάνες θα χτυπώ και συ θ’ ακούς τον ήχο,
ζεστός, να παίρνει στα ψηλά τα σύννεφα φωτιά.
Πως βλέπω απέναντι κανείς δεν ξέρει
μα είναι αλήθεια τελικά πως έχω καταφέρει,
σαν διαρρήκτης να γυρνώ στα σπίτια που κοιτώ,
σαν διαρρήκτης να γυρνώ στα σπίτια που κοιτώ,
σαν διαρρήκτης να γυρνώ στα σπίτια που κοιτώ…
|
Pos vlépo apénanti kanis den kséri
ke ine alíthia teliká pos écho kataféri,
to vlémma mu,
to vlémma mu
san diarríktis na girná sta spítia pu kitá.
Ke tin aórati trochiá tu vlémmatos tha vápso
me chrómata ki apáno tis tsiménto tha petákso
ke ísos o orízontas,
ke ísos o orízontas,
ke ísos o orízontas ksanafani apó ‘dó.
Ke sto vithó tu uranu ta díchtia tha petákso,
stis égchromis provlítas mu tin ákri tha arákso
ki ótan me vri,
ki ótan me vri,
ki ótan me vri to dilinó kerees tha metró.
Ta skuriasména sídera pu tráviksa ap’ ton ticho,
kathós kabánes tha chtipó ke si th’ akus ton ícho,
zestós, na perni sta psilá ta sínnefa fotiá.
Pos vlépo apénanti kanis den kséri
ma ine alíthia teliká pos écho kataféri,
san diarríktis na girnó sta spítia pu kitó,
san diarríktis na girnó sta spítia pu kitó,
san diarríktis na girnó sta spítia pu kitó…
|