Στο σπίτι το ταβάνι κατεβαίνει.
Η βρύση, η κουρτίνα και το κάδρο μου μιλά.
Και `μεις οι δυο κοιτιόμαστε σαν ξένοι.
Συνένοχοι μαζί και κρεμασμένοι
στον έρωτα που ζήτησε πολλά.
Απόψε θα με βρεις στην ίδια θέση.
Θα σκύψεις μεσ’ στη νύχτα.
Θα κρυφτείς σε μια γωνιά.
Μια λέξη θα μου πεις που θα πονέσει.
Αγάπη μου μας έβαλε στη μέση
ο έρωτας που ζήτησε πολλά.
Λες να `ναι αλήθεια τελικά;
Λες να `χει τ’ όνειρο φωλιά σε άλλο σώμα;
Λες να `ναι όλα μια στιγμή,
μια ανεκπλήρωτη ευχή,
ένα ταξίδι που δεν έκανες ακόμα;
Ποιος πήρε το σφυρί και ποιος καρφώνει;
Ποιος κλείδωσε τις πόρτες κι έχει χάσει τα κλειδιά;
Μεσάνυχτα, το κρύο δυναμώνει.
Ακούς τα βήματά του στο μπαλκόνι.
Ο έρωτας που ζήτησε πολλά.
Λες να `ναι αλήθεια τελικά;
Λες να `χει τ’ όνειρο φωλιά σε άλλο σώμα;
Λες να `ναι όλα μια στιγμή,
μια ανεκπλήρωτη ευχή,
ένα ταξίδι που δεν έκανες ακόμα;
|
Sto spíti to taváni kateveni.
I vrísi, i kurtína ke to kádro mu milá.
Ke `mis i dio kitiómaste san kséni.
Sinénochi mazí ke kremasméni
ston érota pu zítise pollá.
Apópse tha me vris stin ídia thési.
Tha skípsis mes’ sti níchta.
Tha kriftis se mia goniá.
Mia léksi tha mu pis pu tha ponési.
Agápi mu mas évale sti mési
o érotas pu zítise pollá.
Les na `ne alíthia teliká;
Les na `chi t’ óniro foliá se állo sóma;
Les na `ne óla mia stigmí,
mia anekplíroti efchí,
éna taksídi pu den ékanes akóma;
Pios píre to sfirí ke pios karfóni;
Pios klidose tis pórtes ki échi chási ta klidiá;
Mesánichta, to krío dinamóni.
Akus ta vímatá tu sto balkóni.
O érotas pu zítise pollá.
Les na `ne alíthia teliká;
Les na `chi t’ óniro foliá se állo sóma;
Les na `ne óla mia stigmí,
mia anekplíroti efchí,
éna taksídi pu den ékanes akóma;
|