Ο φίλος μου ο Παναγής
δεν έκανε γι’ αυτήν την γης
με όλα ήταν ξένος
Δεν είχε σπίτι και δουλειά
κουβέντιαζε με τα πουλιά
και δίχως νά’χει πιει γουλιά
έμοιαζε μεθυσμένος
Φορούσε αμπέχωνο βαρύ
στα χέρια του είχε ένα κλαρί
και στα μαλλιά του φύκια
Χειμώνα και καλοκαιριά
κοιμόταν στην ακρογιαλιά
κι απ’ την ζεστή του την καρδιά
άχνιζαν τα χαλίκια
Τον φίλο μου τον Παναγή
τον σκότωσε μια χαραυγή
μια σκέψη σαν μαχαίρι
Πως κάθε βράδυ δηλαδή
πεθαίνει κάπου ένα παιδιά
που τίποτα δεν έχει δει
και τίποτα δεν ξέρει
|
O fílos mu o Panagís
den ékane gi’ aftín tin gis
me óla ítan ksénos
Den iche spíti ke duliá
kuvéntiaze me ta puliá
ke díchos ná’chi pii guliá
émiaze methisménos
Foruse abéchono varí
sta chéria tu iche éna klarí
ke sta malliá tu fíkia
Chimóna ke kalokeriá
kimótan stin akrogialiá
ki ap’ tin zestí tu tin kardiá
áchnizan ta chalíkia
Ton fílo mu ton Panagí
ton skótose mia charavgí
mia sképsi san macheri
Pos káthe vrádi diladí
petheni kápu éna pediá
pu típota den échi di
ke típota den kséri
|