Ποια είν’ αυτή που κλαίει στ’ ακρογιάλι
και μ’ αγωνία τη θάλασσα κοιτά.
Είμαι η μάνα που έχω παλικάρι
και το ‘χουν πάρει μακριά στην ξενιτιά,
ο γιος μου έφυγε μακριά
και δεν ξαναγυρίζει πια.
Μην κλαις μανούλα μου γλυκιά,
θα ‘ρθει κοντά σου μια βραδιά,
θα ‘ρθει κοντά σου μια βραδιά,
μην κλαις μανούλα μου γλυκιά.
Μάνα, γιατί πονάς κι αναστενάζεις
και με το δάκρυ στα μάτια ξενυχτάς.
Είναι μεγάλος ο πόνος ο δικός μου
γιατί ο γιος μου δε φάνηκε ξανά,
τον πλάνεψε η ξενιτιά
και κλαίει η δόλια μου η καρδιά.
Μην κλαις μανούλα μου γλυκιά,
θα ‘ρθει κοντά σου μια βραδιά,
θα ‘ρθει κοντά σου μια βραδιά,
μην κλαις μανούλα μου γλυκιά.
|
Pia in’ aftí pu klei st’ akrogiáli
ke m’ agonía ti thálassa kitá.
Ime i mána pu écho palikári
ke to ‘chun pári makriá stin ksenitiá,
o gios mu éfige makriá
ke den ksanagirízi pia.
Min kles manula mu glikiá,
tha ‘rthi kontá su mia vradiá,
tha ‘rthi kontá su mia vradiá,
min kles manula mu glikiá.
Mána, giatí ponás ki anastenázis
ke me to dákri sta mátia ksenichtás.
Ine megálos o pónos o dikós mu
giatí o gios mu de fánike ksaná,
ton plánepse i ksenitiá
ke klei i dólia mu i kardiá.
Min kles manula mu glikiá,
tha ‘rthi kontá su mia vradiá,
tha ‘rthi kontá su mia vradiá,
min kles manula mu glikiá.
|