Μάνα, μην κλαις για το χαμένο σου παιδί,
μια χαραυγή μάνα γλυκιά θα ξαναρθεί.
Mάνα, μην κλαις θα ξαναδείς με το καλό,
το μετανάστη το λεβέντη σου το γιo.
Οι μετανάστες φτάνει η ώρα για να ‘ρθουν,
μάνες κι αδέρφια και γυναίκες να χαρούν,
μια χαραυγή θα απαρνηθούν την ξενιτιά,
και στην πατρίδα θα γυρίσουν μια βραδιά.
Κι εσύ, πατέρα, που σου πήραν τα παιδιά,
και μες στον κάμπο μοιάζεις σαν την καλαμιά,
πατέρα, σφίξε την χρυσή σου την καρδιά
τα παλικάρια σου θα ‘ρθουν κάποια βραδιά.
Οι μετανάστες φτάνει η ώρα για να ‘ρθουν,
μάνες κι αδέρφια και γυναίκες να χαρούν,
μια χαραυγή θα απαρνηθούν την ξενιτιά
και στην πατρίδα θα γυρίσουν μια βραδιά.
|
Mána, min kles gia to chaméno su pedí,
mia charavgí mána glikiá tha ksanarthi.
Mána, min kles tha ksanadis me to kaló,
to metanásti to levénti su to gio.
I metanástes ftáni i óra gia na ‘rthun,
mánes ki adérfia ke ginekes na charun,
mia charavgí tha aparnithun tin ksenitiá,
ke stin patrída tha girísun mia vradiá.
Ki esí, patéra, pu su píran ta pediá,
ke mes ston kábo miázis san tin kalamiá,
patéra, sfíkse tin chrisí su tin kardiá
ta palikária su tha ‘rthun kápia vradiá.
I metanástes ftáni i óra gia na ‘rthun,
mánes ki adérfia ke ginekes na charun,
mia charavgí tha aparnithun tin ksenitiá
ke stin patrída tha girísun mia vradiá.
|