Ο τρελός καλόγερος απ’ τη Καππαδοκία
ήρθε κάποια νύχτα στην αγρύπνια μας.
Στάχτη στα γένια στάχτη στα μαλλιά
και μια φωτίτσα ζωντανή στο κούτελο.
Ω μη κοιμάστε, ω μη νυστάζετε.
Θα ‘ρθει καιρός και για την άγια νύστα.
Όταν πεινάσει το παιδί, χορτάσει το σκουλήκι,
όταν τα φίδια ρίξουνε φαρμάκι στα νερά,
τότες η γης θ’ ανοίξει να φανερωθώ,
θα με γνωρίσεις και θα σε γνωρίσω,
στου πηγαδιού την άκρη θ’ ανταμώσουμε
και θ’ ανεβούμε συντροφιά την ανηφόρα.
Τότες η γης θ’ ανοίξει να φανερωθώ.
θα με γνωρίσεις και θα σε γνωρίσω.
Ω μη κοιμάστε, ω μη νυστάζετε.
Αιώνες μακρινοί και θεοσκότεινοι,
στη ρίζα του βουνού σε κάποια πέτρα,
κρυφά μαστόρευα και φύλαγα για
σένα το ράσο, το ραβδί και το ταγάρι.
Ο τρελός καλόγερος απ’ τη Καππαδοκία
ήρθε κάποια νύχτα στην αγρύπνια μας.
Στάχτη στα γένια στάχτη στα μαλλιά
και μια φωτούλα ζωντανή στο κούτελο.
Ω μη κοιμάστε, ω μη νυστάζετε.
|
O trelós kalógeros ap’ ti Kappadokía
írthe kápia níchta stin agrípnia mas.
Stáchti sta génia stáchti sta malliá
ke mia fotítsa zontaní sto kutelo.
O mi kimáste, o mi nistázete.
Tha ‘rthi kerós ke gia tin ágia nísta.
Όtan pinási to pedí, chortási to skulíki,
ótan ta fídia ríksune farmáki sta nerá,
tótes i gis th’ aniksi na fanerothó,
tha me gnorísis ke tha se gnoríso,
stu pigadiu tin ákri th’ antamósume
ke th’ anevume sintrofiá tin anifóra.
Tótes i gis th’ aniksi na fanerothó.
tha me gnorísis ke tha se gnoríso.
O mi kimáste, o mi nistázete.
Eónes makrini ke theoskótini,
sti ríza tu vunu se kápia pétra,
krifá mastóreva ke fílaga gia
séna to ráso, to ravdí ke to tagári.
O trelós kalógeros ap’ ti Kappadokía
írthe kápia níchta stin agrípnia mas.
Stáchti sta génia stáchti sta malliá
ke mia fotula zontaní sto kutelo.
O mi kimáste, o mi nistázete.
|