Την κάμαρά μου και την καρδιά μου
βαριές κουρτίνες σκεπάζουν πια,
δίχως εσένα, βράδια θλιμμένα
στη φυλακή μου, στην ερημιά.
Κι ένας καθρέφτης στην ντουλάπα την παλιά
μετράει τα βράδια μου την πίκρα την παλιά,
κι όταν για σένανε μαζί του συζητώ
κλαίει ο καθρέφτης,
κλαίω, αγάπη μου, κι εγώ.
Πικρά τα χείλια, μαχαίρι ζήλια
μες στην καρδιά που σ’ αγαπά,
άδειος ο δρόμος κι ο ταχυδρόμος
περνάει θλιμμένα μα δε χτυπά.
|
Tin kámará mu ke tin kardiá mu
variés kurtínes skepázun pia,
díchos eséna, vrádia thlimména
sti filakí mu, stin erimiá.
Ki énas kathréftis stin ntulápa tin paliá
metrái ta vrádia mu tin píkra tin paliá,
ki ótan gia sénane mazí tu sizitó
klei o kathréftis,
kleo, agápi mu, ki egó.
Pikrá ta chilia, macheri zília
mes stin kardiá pu s’ agapá,
ádios o drómos ki o tachidrómos
pernái thlimména ma de chtipá.
|