Θυμάσαι που ζωγράφισες με άσπρη κιμωλία,
στον πίνακα, αχ, μια καρδιά
και έγραψες προσεκτικά Λευτέρης και Μαρία,
μπροστά σε όλα τα παιδιά.
Τώρα περνάς και δεν μιλάς,
δε θέλεις να με ξέρεις,
που έμεινα στον Πειραιά, ο φουκαράς
και έγινα και έγινα μπαρμπέρης
και έγινα και έγινα μπαρμπέρης.
Θυμάσαι που καθόμασταν στη σιδερένια σκάλα
κι έλεγα, αχ, πώς να στο πω,
και τρέξαν κανα δυο παιδιά και το `παν στη δασκάλα,
πως μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ.
Τώρα περνάς και δεν μιλάς,
δε θέλεις να με ξέρεις,
που έμεινα στον Πειραιά, ο φουκαράς
και έγινα και έγινα μπαρμπέρης
και έγινα και έγινα μπαρμπέρης.
|
Thimáse pu zográfises me áspri kimolía,
ston pínaka, ach, mia kardiá
ke égrapses prosektiká Leftéris ke María,
brostá se óla ta pediá.
Tóra pernás ke den milás,
de thélis na me kséris,
pu émina ston Pireá, o fukarás
ke égina ke égina barbéris
ke égina ke égina barbéris.
Thimáse pu kathómastan sti siderénia skála
ki élega, ach, pós na sto po,
ke tréksan kana dio pediá ke to `pan sti daskála,
pos m’ agapás ke s’ agapó.
Tóra pernás ke den milás,
de thélis na me kséris,
pu émina ston Pireá, o fukarás
ke égina ke égina barbéris
ke égina ke égina barbéris.
|