Ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω.
Και τις γειτονιές γυρίζω
Κι ότι βρω παλιό ψωνίζω.
Και παπούτσια και χαλιά
Και ότι ρούχα βρω παλιά
Μες στο τρύπιο μου τσουβάλι
Μπαίνουν περασμένα κάλλη.
Μια δουλίτσα μαυρομάτα
Μου ‘πε παλιατζή σταμάτα.
Σου τα δίνω δες αυτά
Μα δε θέλω εγώ λεφτά
Και μου το ‘κλεισε το μάτι
Όλο τσαχπινιά γεμάτη.
Ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω.
Άλλη μια γεροντοκόρη
Μου ‘φερε ένα μισοφόρι.
Και της λέω ευθύς εγώ
Τέτοια δεν τα κυνηγώ
Το ‘παιρνα και με χρυσάφι
Αν δεν έμενε στο ράφι.
Μια κυρία κούκλα πρώτης
Μου ‘χε φέρει το μαγιό της
Και της είπα ορθά κοφτά
Δε θα πιάσει τα λεφτά
Ξέβαψε πανάθεμά το
Κι όλο τρύπες είν’ γιομάτο.
|
Rucha, paliá paputsia agorázo.
Ke tis gitoniés girízo
Ki óti vro palió psonízo.
Ke paputsia ke chaliá
Ke óti rucha vro paliá
Mes sto trípio mu tsuváli
Benun perasména kálli.
Mia dulítsa mavromáta
Mu ‘pe paliatzí stamáta.
Su ta díno des aftá
Ma de thélo egó leftá
Ke mu to ‘klise to máti
Όlo tsachpiniá gemáti.
Rucha, paliá paputsia agorázo.
Άlli mia gerontokóri
Mu ‘fere éna misofóri.
Ke tis léo efthís egó
Tétia den ta kinigó
To ‘perna ke me chrisáfi
An den émene sto ráfi.
Mia kiría kukla prótis
Mu ‘che féri to magió tis
Ke tis ipa orthá koftá
De tha piási ta leftá
Ksévapse panáthemá to
Ki ólo trípes in’ giomáto.
|