Πέφτουν απ’ τα μαύρα νέφη στάλες τση βροχής
και πληγώνουνε το σκούρο τζάμι τση ψυχής.
Πάνω στση καρδιάς τον τοίχο τρέχει το νερό
και ξεθάβει απ’ τον ασβέστη τον παλιό καιρό
Ήταν κείνο σαν και τούτο μαύρο δειλινό
που ‘φυγε να πάει σ’ άλλον τόπο μακρινό
Κι έρχεται στη θύμησή μου που δακρύζαμε
τον παλιό σκοπό να πούμε σαν αρχίζαμε
Πάν’ οι μήνες, πάν’ τα χρόνια και γεράσαμε
δίχως όνειρα τη νιότη πως περάσαμε;
Δε με νοιάζει στο σκοτίδι πως εμπήκαμε
όσο πως το φως τση μέρας δε χαρήκαμε
Στα κλειστά τα παραθύρια τον παλιό σκοπό
ήρθ’ απόψε όπως πρώτα για να ξαναπώ.
Φύσ’ αγέρι, πήγαινέ τση το γλυκό σκοπό
και ψιθύρισέ τση ακόμη πως την αγαπώ
|
Péftun ap’ ta mavra néfi stáles tsi vrochís
ke pligónune to skuro tzámi tsi psichís.
Páno stsi kardiás ton ticho tréchi to neró
ke ksethávi ap’ ton asvésti ton palió keró
Ήtan kino san ke tuto mavro dilinó
pu ‘fige na pái s’ állon tópo makrinó
Ki érchete sti thímisí mu pu dakrízame
ton palió skopó na pume san archízame
Pán’ i mínes, pán’ ta chrónia ke gerásame
díchos ónira ti nióti pos perásame;
De me niázi sto skotídi pos ebíkame
óso pos to fos tsi méras de charíkame
Sta klistá ta parathíria ton palió skopó
írth’ apópse ópos próta gia na ksanapó.
Fís’ agéri, pígené tsi to glikó skopó
ke psithírisé tsi akómi pos tin agapó
|