Έναν καιρό αλαργινό
έμοιαζε η μέρα σκοτεινό
μαύρο λουλούδι
στσι στράτες ρένανε θεριά
απού σου πνίγαν την καρδιά
και το τραγούδι.
Σουσούμι άγριο πολύ
καρδιά αλεξαντρινό γυαλί
σπαθί στη χέρα
του Σαραντάπηχου η θωριά
κι ήσφαξε τ’ άγρια θεριά
κι ήφεξε η μέρα.
Πήραν αρχόντοι την εξά
που ‘χανε χέρα ντως δεξά
έναν τελάλη
και με φωνή που όλα τ’ αυτιά
τα τρύπανε σαν σαϊτιά
ποιος να τα βάλει.
Κι όπως γοργά η ζωή περνά
του Σαραντάπηχου γερνά
το παραμύθι
μόνη παρέα κάθ’ αυγή
μια θύμηση και μια πληγή
μέσα στα στήθη.
Μια τέτοια άγρια θωριά
που ετρόμαζε και τα θεριά
ποιος ν’ αγαπήσει.
από μιαν ήρεμη ζωή
που ‘χε έγνοια μόνο το φαΐ
τι να κερδίσει.
Κι επήρε δίπλα τα βουνά
να βρει μαλλιά μα πουθενά
δε βρήκε πράμα
και δυο τον είδανε παιδιά
να κάνει μόνος στην καρδιά
το ύστερο τράμα.
|
Έnan keró alarginó
émiaze i méra skotinó
mavro luludi
stsi strátes rénane theriá
apu su pnígan tin kardiá
ke to tragudi.
Susumi ágrio polí
kardiá aleksantrinó gialí
spathí sti chéra
tu Sarantápichu i thoriá
ki ísfakse t’ ágria theriá
ki ífekse i méra.
Píran archónti tin eksá
pu ‘chane chéra ntos deksá
énan teláli
ke me foní pu óla t’ aftiá
ta trípane san saitiá
pios na ta váli.
Ki ópos gorgá i zoí perná
tu Sarantápichu gerná
to paramíthi
móni paréa káth’ avgí
mia thímisi ke mia pligí
mésa sta stíthi.
Mia tétia ágria thoriá
pu etrómaze ke ta theriá
pios n’ agapísi.
apó mian íremi zoí
pu ‘che égnia móno to faΐ
ti na kerdísi.
Ki epíre dípla ta vuná
na vri malliá ma puthená
de vríke práma
ke dio ton idane pediá
na káni mónos stin kardiá
to ístero tráma.
|