Ήτανε χινόπωρο π’ αντάμωσα
ώριο παλικάρι και το λάβωσα
σε πολέμου μπόρα και κακή μαλιά
κι είχ’ η γης στρωσίδι κάμει με κορμιά
κι ήβγαιν’ απ’ τ’ αχείλι το βερτζί μιλιά
που μου μαχαιρώνει χρόνια την καρδιά
Θε μου σαν ποθάνω κάμε με δεντρό
και παρέκει βρύση με κρυγιό νερό
να ‘ρχουνται οι έμορφες να λούζουνται
και στον ασκιανό μου να δροσίζουνται.
Να περάσει μιαν αυγή κι η αγαπώ
ξωτικό να κόψει και γλυκύ καρπό
κι ο καρπός να βγάλει όνειρου καημούς
να γεμίσει ο κόσμος αναστεναγμούς.
Και στη βρύση μαγικό νερό να βρει
του καημού να σβήσει το θαμπό κερί
να τη δω να φεύγει να μακραίνεται
δίχως αναμνήσεις να πικραίνεται
Μα ‘τανε θολούρα και απόβραδο
κι ο Θεός δεν είδε στο ματόκλαδο
που ‘χε κρουσταλλιάσει ένα δάκρυ του
λύπηση γεμάτο απ’ την αγάπη του
Μα τον εσυμπόνεσ’ ένα νέφαλο
κόκκινο και του ‘ριξε προσκέφαλο
μια βροχή που ξέπλυνε τη λύπηση
κι έμεινε η ρίμα και η θύμηση
|
Ήtane chinóporo p’ antámosa
ório palikári ke to lávosa
se polému bóra ke kakí maliá
ki ich’ i gis strosídi kámi me kormiá
ki ívgen’ ap’ t’ achili to vertzí miliá
pu mu macheróni chrónia tin kardiá
The mu san potháno káme me dentró
ke paréki vrísi me krigió neró
na ‘rchunte i émorfes na luzunte
ke ston askianó mu na drosízunte.
Na perási mian avgí ki i agapó
ksotikó na kópsi ke glikí karpó
ki o karpós na vgáli óniru kaimus
na gemísi o kósmos anastenagmus.
Ke sti vrísi magikó neró na vri
tu kaimu na svísi to thabó kerí
na ti do na fevgi na makrenete
díchos anamnísis na pikrenete
Ma ‘tane tholura ke apóvrado
ki o Theós den ide sto matóklado
pu ‘che krustalliási éna dákri tu
lípisi gemáto ap’ tin agápi tu
Ma ton esibónes’ éna néfalo
kókkino ke tu ‘rikse proskéfalo
mia vrochí pu ksépline ti lípisi
ki émine i ríma ke i thímisi
|