Μοιράζαμε τα όνειρα στη μέση
Ακόμα κι αν δεν ήμασταν μαζί
Και λέγαμε κανείς δε θα μπορέσει
Ποτέ να καταλάβει το γιατί
Σ’ αυτήν την πόλη που μένουν όλα ίδια
Εμείς κάναμε πάντα την αρχή
Σαν κάποιος γυρισμός από ταξίδια
Που τέλειωνε για να ‘μαστε μαζί
Που τέλειωναν και άφηναν στο χθες τα πάντα
και το ξέρω πως δε φταις
Ο χειρότερος εχθρός μου είναι τώρα ο εαυτός μου
Πώς χάνεται ό,τι είχαμε εδώ
Αυτός πια δε μ’ αφήνει να το δω
Χανόμασταν για λίγο και μια λέξη
Σαν εύθραυστη, αόρατη κλωστή
μας κράταγε τη μέρα προτού φέξει
και έμοιαζε τόσο όμορφη η ζωή
Αρκούσε μια γωνιά να μας χωρέσει
Που σ’ άλλους θα φαινόταν φυλακή
Δεν είχε σημασία αν μας αρέσει
μας έφτανε που ήμασταν μαζί
Μας έφτανε που αφήναμε στο χθες τα πάντα
και το ξέρω πως δε φταις
|
Mirázame ta ónira sti mési
Akóma ki an den ímastan mazí
Ke légame kanis de tha borési
Poté na katalávi to giatí
S’ aftín tin póli pu ménun óla ídia
Emis káname pánta tin archí
San kápios girismós apó taksídia
Pu télione gia na ‘maste mazí
Pu télionan ke áfinan sto chthes ta pánta
ke to kséro pos de ftes
O chiróteros echthrós mu ine tóra o eaftós mu
Pós chánete ó,ti ichame edó
Aftós pia de m’ afíni na to do
Chanómastan gia lígo ke mia léksi
San efthrafsti, aórati klostí
mas krátage ti méra protu féksi
ke émiaze tóso ómorfi i zoí
Arkuse mia goniá na mas chorési
Pu s’ állus tha fenótan filakí
Den iche simasía an mas arési
mas éftane pu ímastan mazí
Mas éftane pu afíname sto chthes ta pánta
ke to kséro pos de ftes
|