Ποτέ μου δεν φοβήθηκα
τα βλέμματα τα ανήθικα
αυτούς που μόνοι την αυγή παραμιλάνε
στην αγκαλιά τους κρύφτηκα
στην κόλαση τους ρίχτηκα
εμένα οι Λύκοι πριν με φάνε μ’αγαπάνε.
Στην μοίρα παραπάτησα
και όσο κ αν προσπάθησα
δεν βρήκα μία νίκη
Μην πεις πως δεν σ’ αγάπησα
για μια στιγμή σταμάτησα να φοβηθούν οι λύκοι.
Της Κυριακής φορέματα
παράξενα απογεύματα με φόντο την πλατεία
τα έβαζα τα έβγαζα
στους ώμους μου σ’ ανέβαζα
και άρχιζε η αλητεία.
Στην μοίρα παραπάτησα
και όσο κ αν προσπάθησα
δεν βρήκα μία νίκη
Μην πεις πως δεν σ’ αγάπησα
για μια στιγμή σταμάτησα να φοβηθούν οι λύκοι.
|
Poté mu den fovíthika
ta vlémmata ta aníthika
aftus pu móni tin avgí paramiláne
stin agkaliá tus kríftika
stin kólasi tus ríchtika
eména i Líki prin me fáne m’agapáne.
Stin mira parapátisa
ke óso k an prospáthisa
den vríka mía níki
Min pis pos den s’ agápisa
gia mia stigmí stamátisa na fovithun i líki.
Tis Kiriakís forémata
paráksena apogevmata me fónto tin platia
ta évaza ta évgaza
stus ómus mu s’ anévaza
ke árchize i alitia.
Stin mira parapátisa
ke óso k an prospáthisa
den vríka mía níki
Min pis pos den s’ agápisa
gia mia stigmí stamátisa na fovithun i líki.
|