Ώρα που ο ήλιος τόξευε με πύρινες σαΐτες,
σταύρωμα του μεσημεριού τη μέση της ερήμου,
χειρονομώντας έντονα βάδιζαν δυο προφήτες
και λογοφέρνανε για το πως είναι ο θεός.
Έλεγε ο ένας, πως φωτιά είναι κι αστροπελέκι,
και σπίθιζε το βλέμμα του στων αματιών τις κόχες,
κι ο άλλος αποκρίνονταν που βάδιζε παρέκει,
κερήθρα μέλι είν’ ο θεός και μυγδαλιάς ανθός.
“Αν είν’ αλήθεια ο λόγος μου με του βοριά το χάδι,
θέλω τα όρη να σκιστούν” εφώναξε ο πρώτος,
κι “αν έχω δίκιο να γενεί τώρα πηχτό σκοτάδι”
απάντησε ο δεύτερος. Κι έγιναν και τα δυο.
“Σήμερα”, είπε ο θεός, “γέλασα απ’ την καρδιά μου”
κι εφώναξε τσ’ αγγέλους του να δουν τους ερημίτες.
“Πως κάνω χάζι αυτά τα δυο τ’ αληθινά παιδιά μου,
μελένια και ανήμερα όπως τα θέλω εγώ”.
|
Ώra pu o ílios tókseve me pírines saΐtes,
stavroma tu mesimeriu ti mési tis erímu,
chironomóntas éntona vádizan dio profítes
ke logoférnane gia to pos ine o theós.
Έlege o énas, pos fotiá ine ki astropeléki,
ke spíthize to vlémma tu ston amatión tis kóches,
ki o állos apokrínontan pu vádize paréki,
keríthra méli in’ o theós ke migdaliás anthós.
“An in’ alíthia o lógos mu me tu voriá to chádi,
thélo ta óri na skistun” efónakse o prótos,
ki “an écho díkio na geni tóra pichtó skotádi”
apántise o defteros. Ki éginan ke ta dio.
“Símera”, ipe o theós, “gélasa ap’ tin kardiá mu”
ki efónakse ts’ angélus tu na dun tus erimítes.
“Pos káno cházi aftá ta dio t’ alithiná pediá mu,
melénia ke anímera ópos ta thélo egó”.
|