Όσα πουλιά απόμειναν στα δάση τα καμένα
Μες τα φτερά τους κρύβονται του φόβου διπλωμένα
Κι όσα πουλιά ξεφύγανε αγρίμια και ανθρώπους
Θυμούνται του παράδεισου λησμονημένους τόπους
Ρίχνουνε στάχτη στην πληγή
Λουφάζουν δεν πετάνε
Γιατί οι λαθροκυνηγοί
Παντού παραφυλάνε
Όσα πουλιά απόμειναν εδώ στα άγρια μέρη
Κλαίνε κρυφά τη μοίρα τους και τ’ ακριβό τους ταίρι
Κι όσα πουλιά μονάκριβα μείναν ορφανεμένα
Κουρνιάζουν μες τον ύπνο μου και με κοιτούν θλιμμένα
|
Όsa puliá apóminan sta dási ta kaména
Mes ta fterá tus krívonte tu fóvu diploména
Ki ósa puliá ksefígane agrímia ke anthrópus
Thimunte tu parádisu lismoniménus tópus
Ríchnune stáchti stin pligí
Lufázun den petáne
Giatí i lathrokinigi
Pantu parafiláne
Όsa puliá apóminan edó sta ágria méri
Klene krifá ti mira tus ke t’ akrivó tus teri
Ki ósa puliá monákriva minan orfaneména
Kurniázun mes ton ípno mu ke me kitun thlimména
|