Κρυφές, σκυφτές,
γυμνές κι αστείες είναι οι νύχτες.
Κι άλλοτε πάλι σαν μαχαίρι που δεν κόβει
ή σαν ρολόι κουρασμένο που όλο χάνει.
Γλυκές, υγρές,
αργές και κρύες είναι οι νύχτες.
Κι άλλοτε πάλι πυρετός στο μαξιλάρι,
στο κομοδίνο το ποτήρι κι η αγρύπνια.
Μικρές, φτωχές,
πυκνές και σπάνιες οι νύχτες.
Κι άλλοτε πάλι κάθε μέρα κι από μία
όπως εκείνες στο κελί ή στο γραφείο.
Νωθρές, φριχτές,
θρασείς και λάγνες είναι οι νύχτες.
Κι άλλοτε πάλι στο μπαλκόνι ξαπλωμένες
χωρίς σεντόνι, όλο αστέρια και νοτιάδες.
Ρηχές, νεκρές,
λαμπρές και άπιαστες οι νύχτες.
Κι άλλοτε πάλι μια αγχόνη που αιωρείται
ως να βαρύνει από σώμα πριν χαράξει.
Το έργο αρχίζει.
Το φως τινάζουν του χρόνου οι δείκτες.
Ποιο θα `ν’ το τέλος κανείς δεν ξέρει,
μονάχα οι νύχτες.
|
Krifés, skiftés,
gimnés ki asties ine i níchtes.
Ki állote páli san macheri pu den kóvi
í san rolói kurasméno pu ólo cháni.
Glikés, igrés,
argés ke kríes ine i níchtes.
Ki állote páli piretós sto maksilári,
sto komodíno to potíri ki i agrípnia.
Mikrés, ftochés,
piknés ke spánies i níchtes.
Ki állote páli káthe méra ki apó mía
ópos ekines sto kelí í sto grafio.
Nothrés, frichtés,
thrasis ke lágnes ine i níchtes.
Ki állote páli sto balkóni ksaploménes
chorís sentóni, ólo astéria ke notiádes.
Richés, nekrés,
labrés ke ápiastes i níchtes.
Ki állote páli mia agchóni pu eorite
os na varíni apó sóma prin charáksi.
To érgo archízi.
To fos tinázun tu chrónu i diktes.
Pio tha `n’ to télos kanis den kséri,
monácha i níchtes.
|