Αχ, το απαλό της χέρι
κανείς δεν τόλμησε ν`αγγίξει.
Το ζευγάρι των χειλιών της
η πορφυρή ομορφιά
μόνο για φιλιά ήταν πλασμένο
αχ, μάνα μου, μόνο για φιλιά.
Αχ, μαύρα μάτια είχε αυτή
το φως και η σκιά μέσα τους παλεύαν.
Στο μέτωπό της έτρεμε η παιδική δροσιά
αχ, μάνα μου.
Και έγινε σκοτάδι, και έγινε νύχτα
ήσυχα φιλήθηκαν, σκιά με σκιά.
Μετά την καρδιά της του`δωσε
αχ, μάνα μου, την καρδιά της.
|
Ach, to apaló tis chéri
kanis den tólmise n`angiksi.
To zevgári ton chilión tis
i porfirí omorfiá
móno gia filiá ítan plasméno
ach, mána mu, móno gia filiá.
Ach, mavra mátia iche aftí
to fos ke i skiá mésa tus palevan.
Sto métopó tis étreme i pedikí drosiá
ach, mána mu.
Ke égine skotádi, ke égine níchta
ísicha filíthikan, skiá me skiá.
Metá tin kardiá tis tu`dose
ach, mána mu, tin kardiá tis.
|