Απ’ τα βάθη της ερήμου πέρασες για να σωθείς,
βρήκες σπίτι και πατρίδα και λιμάνι να πιαστείς,
και λιμάνι να πιαστείς.
Έτσι νομίζεις, έτσι πιστεύεις
και δε λυγίζεις και παλεύεις.
Ο δρόμος είναι δίχως τέλος,
η φυλακή χωρίς κελιά,
ο χρόνος μοιάζει με το βέλος
που σημαδεύει τα πουλιά
στο πιο γλυκό φτερούγισμα,
στο πιο γλυκό φτερούγισμα.
Απ’ τα πέρατα διωγμένος, πρόσφυγας απ’ το Ιράν,
σ’ άλλη γη νεοφερμένος και αμήν, αμάν, αμάν,
και αμήν, αμάν, αμάν.
Έτσι νομίζεις, έτσι πιστεύεις
και δε λυγίζεις και παλεύεις.
Ο δρόμος είναι δίχως τέλος,
η φυλακή χωρίς κελιά,
ο χρόνος μοιάζει με το βέλος
που σημαδεύει τα πουλιά
στο πιο γλυκό φτερούγισμα,
στο πιο γλυκό φτερούγισμα.
|
Ap’ ta váthi tis erímu pérases gia na sothis,
vríkes spíti ke patrída ke limáni na piastis,
ke limáni na piastis.
Έtsi nomízis, étsi pistevis
ke de ligizis ke palevis.
O drómos ine díchos télos,
i filakí chorís keliá,
o chrónos miázi me to vélos
pu simadevi ta puliá
sto pio glikó fterugisma,
sto pio glikó fterugisma.
Ap’ ta pérata diogménos, prósfigas ap’ to Irán,
s’ álli gi neoferménos ke amín, amán, amán,
ke amín, amán, amán.
Έtsi nomízis, étsi pistevis
ke de ligizis ke palevis.
O drómos ine díchos télos,
i filakí chorís keliá,
o chrónos miázi me to vélos
pu simadevi ta puliá
sto pio glikó fterugisma,
sto pio glikó fterugisma.
|