Πάντα ελπίζω σ’ όσα βλέπω και αγγίζω
μόνη ορίζω την απόσταση απ’ το γκρίζο
μ’ ένα γέλιο μ’ ένα μου λυγμό
Όσα μοιάζουν στο φεγγάρι
θα `ρθει η μέρα να τα πάρει, να με πάρει
να μου κρύψει όσα σου ζητώ
Τρεμοσβήνω σαν ματόκλαδο και κλείνω
κι όσα δίνω περιστέρια και τ’ αφήνω
μες στης νύχτας το αρχαίο φως
Όσα μοιάζουνε στ’ αστέρια
θα τα βρω στα δυο σου χέρια, μες τα χέρια
στο ταξίδι και στο γυρισμό
Δε με νοιάζει, η μοναξιά δε με πειράζει
με τρομάζει μόνο ο χρόνος που αδειάζει
όταν λείπεις σαν δεν είμαι εκεί
Όσα μοιάζουνε στον ήλιο
θα στα δώσω θα στα στείλω, σαν τον ήλιο
να σταθεί στην άδεια μου ζωή
|
Pánta elpízo s’ ósa vlépo ke angizo
móni orízo tin apóstasi ap’ to gkrízo
m’ éna gélio m’ éna mu ligmó
Όsa miázun sto fengári
tha `rthi i méra na ta pári, na me pári
na mu krípsi ósa su zitó
Tremosvíno san matóklado ke klino
ki ósa díno peristéria ke t’ afíno
mes stis níchtas to archeo fos
Όsa miázune st’ astéria
tha ta vro sta dio su chéria, mes ta chéria
sto taksídi ke sto girismó
De me niázi, i monaksiá de me pirázi
me tromázi móno o chrónos pu adiázi
ótan lipis san den ime eki
Όsa miázune ston ílio
tha sta dóso tha sta stilo, san ton ílio
na stathi stin ádia mu zoí
|