Όσοι με λένε άσωτο και με κατηγορούνε
το ντέρτι που ‘χω στην καρδιά να σβήσουν δεν μπορούνε
σαν το στοιχειό κατάντησα σε ρημαγμένες στράτες
κι όταν με βλέπουν στρίβουνε οι λιγοστοί διαβάτες
Κι όμως καταδικάστηκα να ζω σαν τον αλήτη
για μιαν αχάριστη καρδιά που μου ‘κλεισε το σπίτι
εγώ για την αγάπη της θυσίες είχα κάνει
κι εκείνη ποδοπάτησε και σπίτι και στεφάνι
Τώρα γυρίζω μόνος μου με συντροφιά τον πόνο
ψάχνω την άκρη για να βρω στης συμφοράς το δρόμο
πίνω το μαύρο δάκρυ μου που σταζ’ απ’ την ψυχή μου
αφού αυτή π’ αγάπησα ρήμαξε το τσαρδί μου
|
Όsi me léne ásoto ke me katigorune
to ntérti pu ‘cho stin kardiá na svísun den borune
san to stichió katántisa se rimagménes strátes
ki ótan me vlépun strívune i ligosti diavátes
Ki ómos katadikástika na zo san ton alíti
gia mian acháristi kardiá pu mu ‘klise to spíti
egó gia tin agápi tis thisíes icha káni
ki ekini podopátise ke spíti ke stefáni
Tóra girízo mónos mu me sintrofiá ton póno
psáchno tin ákri gia na vro stis simforás to drómo
píno to mavro dákri mu pu staz’ ap’ tin psichí mu
afu aftí p’ agápisa rímakse to tsardí mu
|