Απόψε σε θυμάμαι και δακρύζω
στις μπόρες, στις χαρές μαζί που ζήσαμε.
Μα ήτανε γραφτό από τη μοίρα
εμείς οι δυο για πάντα να χωρίσουμε.
Και στην καρδιά μου νιώθω πόνο
όταν ακούω Καζαντζίδη.
Αυτός ο χωρισμός μας μοιάζει
σαν ένα μακρινό ταξίδι.
Το ξέρεις πως πονάω όταν ακούω
την όμορφη φωνή σου που δεν ξέχασα.
Και πάντα σε λατρεύω και δακρύζω,
εσένα που ποτέ μου δεν ξεπέρασα.
|
Apópse se thimáme ke dakrízo
stis bóres, stis charés mazí pu zísame.
Ma ítane graftó apó ti mira
emis i dio gia pánta na chorísume.
Ke stin kardiá mu niótho póno
ótan akuo Kazantzídi.
Aftós o chorismós mas miázi
san éna makrinó taksídi.
To kséris pos ponáo ótan akuo
tin ómorfi foní su pu den kséchasa.
Ke pánta se latrevo ke dakrízo,
eséna pu poté mu den ksepérasa.
|