Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός
βγαίνει απ’ τα πιο σφιγμένα χείλη.
Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.
Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει.
Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,
κι έχει τον ήλιο τον αλάνη.
Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι’ αυτά κανείς δεν ξέρει.
Πίσω απ’ τους λόφους, πίσω απ’ τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα
|
Όtan charázi, o prótos stenagmós
vgeni ap’ ta pio sfigména chili.
San petaluda stin kámari petá
psáchnontas ánigma na fígi.
An ise mónos, an ise adínamos
i charavgí tha se ksekáni.
Έchi to míro, échi ti sigaliá,
ki échi ton ílio ton aláni.
Kenuria méra, kenurios potamós
stis ekvolés tu tha prosféri
ósa chathíkan, ósa ksechástikan
ki ósa gi’ aftá kanis den kséri.
Píso ap’ tus lófus, píso ap’ ta vléfara
ipárchi tópos ke gia séna.
Chorís Oastíli, chorís anáthema,
chorís ta chili ta sfigména
|