Λες και έμπαινε η βροχή μες τ’ όνειρό της
εκείνη πιο γυμνή, δεν είχε υπάρξει.
Φοβόταν πως δεν είχε πια δικό της, ούτε τον ύπνο της,
μακριά να την πετάξει.
Σαν πέτρα που θρυμάτισε ένα τζάμι
την ξύπνησε η φωνή της στο σκοτάδι,
σηκώθηκε κι ο ιδρώτας της ποτάμι
πώς σκόνταψε η ζωή σ’ άδειο πηγάδι.
Πιο ξένο ήταν το σπίτι
και ο ουρανός της
και η μέρα που ερχόταν
και ο εαυτός της.
Έτσι όπως γέμιζε μια κούπα με νερό
μες στην δροσιά του είπε, ας γεννηθώ
μες στην δροσιά του είπε, ας ξαναγεννηθώ.
Και είπε να διώξει το κακό
με ένα τραγούδι πιο παλιό και από την ίδια
και όπως ξεκίναγε η φωνή
και ένιωθε πάλι ζωντανή, δεν ήταν ίδια.
|
Les ke ébene i vrochí mes t’ óniró tis
ekini pio gimní, den iche ipárksi.
Fovótan pos den iche pia dikó tis, ute ton ípno tis,
makriá na tin petáksi.
San pétra pu thrimátise éna tzámi
tin ksípnise i foní tis sto skotádi,
sikóthike ki o idrótas tis potámi
pós skóntapse i zoí s’ ádio pigádi.
Pio kséno ítan to spíti
ke o uranós tis
ke i méra pu erchótan
ke o eaftós tis.
Έtsi ópos gémize mia kupa me neró
mes stin drosiá tu ipe, as gennithó
mes stin drosiá tu ipe, as ksanagennithó.
Ke ipe na dióksi to kakó
me éna tragudi pio palió ke apó tin ídia
ke ópos ksekínage i foní
ke éniothe páli zontaní, den ítan ídia.
|