Έχω καρδιά και με πονά
του χωρισμού το δάκρυ
και σαν νυχτώνει η μοναξιά
με κόβει σαν αγκάθι.
Δεν κοιμάμαι τώρα πια
κι ονειρεύομαι συχνά,
τα σγουρά σου τα μαλλιά,
τ’ άρωμά τους.
Και τ’ αστέρια όλα ρωτώ
ποιοι σε πήραν από δω,
τ’ όνομά τους.
Μέσα μου θεριεύει ένας καημός,
όταν δε σε βλέπω, φως μου
μαύρος ουρανός.
Χαρακιές και ανάσες, στεναγμοί σωρό,
θάλασσα που σμίγει στα βαθιά με το βουνό.
Ψυχορραγούν οι θάλασσες
και με ρωτούν οι θάλασσες
το πότε θα σε ξαναδούν.
|
Έcho kardiá ke me poná
tu chorismu to dákri
ke san nichtóni i monaksiá
me kóvi san agkáthi.
Den kimáme tóra pia
ki onirevome sichná,
ta sgurá su ta malliá,
t’ áromá tus.
Ke t’ astéria óla rotó
pii se píran apó do,
t’ ónomá tus.
Mésa mu therievi énas kaimós,
ótan de se vlépo, fos mu
mavros uranós.
Charakiés ke anáses, stenagmi soró,
thálassa pu smígi sta vathiá me to vunó.
Psichorragun i thálasses
ke me rotun i thálasses
to póte tha se ksanadun.
|