Τη ζωή σου μου λες που ‘χε μπόρες πολλές,
μα τη θάλασσα, πέρα, κοιτάς,
αφού έχασες τόσα ταξίδια
περιπέτειες πια τι ζητάς.
Ρίξε άγκυρα πια στη δική μου καρδιά,
που ‘μαι, όπως κι εσύ, μοναχός,
όταν σμίγουνε δυο με τον ίδιο καημό,
τους λυπάται διπλά κι ο Θεός,
όταν σμίγουνε δυο με τον ίδιο καημό,
τους λυπάται διπλά κι ο Θεός.
Κουρασμένος κι εγώ μια αγάπη ζητώ,
μια δροσούλα μέσ’ στον πυρετό,
ας κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο,
κι ίσως είναι ευτυχία αυτό.
Ρίξε άγκυρα πια στη δική μου καρδιά,
που ‘μαι, όπως κι εσύ, μοναχός,
όταν σμίγουνε δυο με τον ίδιο καημό,
τους λυπάται διπλά κι ο Θεός,
όταν σμίγουνε δυο με τον ίδιο καημό,
τους λυπάται διπλά κι ο Θεός.
Όταν σμίγουνε δυο με τον ίδιο καημό,
τους λυπάται διπλά κι ο Θεός,
όταν σμίγουνε δυο με τον ίδιο καημό,
τους λυπάται διπλά κι ο Θεός.
|
Ti zoí su mu les pu ‘che bóres pollés,
ma ti thálassa, péra, kitás,
afu échases tósa taksídia
peripéties pia ti zitás.
Ríkse ágkira pia sti dikí mu kardiá,
pu ‘me, ópos ki esí, monachós,
ótan smígune dio me ton ídio kaimó,
tus lipáte diplá ki o Theós,
ótan smígune dio me ton ídio kaimó,
tus lipáte diplá ki o Theós.
Kurasménos ki egó mia agápi zitó,
mia drosula més’ ston piretó,
as kitáksume o énas ton állo,
ki ísos ine eftichía aftó.
Ríkse ágkira pia sti dikí mu kardiá,
pu ‘me, ópos ki esí, monachós,
ótan smígune dio me ton ídio kaimó,
tus lipáte diplá ki o Theós,
ótan smígune dio me ton ídio kaimó,
tus lipáte diplá ki o Theós.
Όtan smígune dio me ton ídio kaimó,
tus lipáte diplá ki o Theós,
ótan smígune dio me ton ídio kaimó,
tus lipáte diplá ki o Theós.
|