Μετρώ τα βήματά μου στο σταθμό,
πλοκάμια οι ράγες του με ζωνουνε σαν φίδια,
έχω μια σφήνα μέσα στο μυαλό
κι οι κούληδες, αγριωπά μου παίζουνε παιχνίδια.
Δαρμένος σαν τ’ αδέσποτα σκυλιά,
σε πιάτσες – φάντασμα, στοιχειό να τριγυρίζω,
ξερνάω το σώμα μου, ουρλιάζω να σωθώ,
μα αλοίμονο, την τύχη μου δεν μπόρεσα να ορίζω.
Έλα κι εσύ, δε σε φοβάμαι,
ακροβατώ σ’ ένα σκοινί,
το αίμα, νερό στο σώμα μου θα `ναι,
είμαι κραυγή χωρίς φωνή.
Στις χώρες του μυαλού μου, τις τρελές,
καθώς τη νύχτα έχω κάνει μέρα,
να σβήνω σαν αδέσποτο σκυλί,
σκιά με τις σκιές του φεγγαριού,
να βγαίνω για το τέρμα.
Έλα κι εσύ, δε σε φοβάμαι,
ακροβατώ σ’ ένα σκοινί,
το αίμα, νερό στο σώμα μου θα `ναι,
είμαι κραυγή χωρίς φωνή,
είμαι κραυγή χωρίς φωνή.
|
Metró ta vímatá mu sto stathmó,
plokámia i ráges tu me zonune san fídia,
écho mia sfína mésa sto mialó
ki i kulides, agriopá mu pezune pechnídia.
Darménos san t’ adéspota skiliá,
se piátses – fántasma, stichió na trigirízo,
ksernáo to sóma mu, urliázo na sothó,
ma alimono, tin tíchi mu den bóresa na orízo.
Έla ki esí, de se fováme,
akrovató s’ éna skiní,
to ema, neró sto sóma mu tha `ne,
ime kravgí chorís foní.
Stis chóres tu mialu mu, tis trelés,
kathós ti níchta écho káni méra,
na svíno san adéspoto skilí,
skiá me tis skiés tu fengariu,
na vgeno gia to térma.
Έla ki esí, de se fováme,
akrovató s’ éna skiní,
to ema, neró sto sóma mu tha `ne,
ime kravgí chorís foní,
ime kravgí chorís foní.
|