Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα `λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
|
San désmi apó triantáfilla
ida to vrádi aftó.
Kápia chrisí, leptótati
stus drómus evodiá.
Ke stin kardiá
efnídia kalosíni.
Sta chéria to paltó,
st’ anestramméno prósopo i selíni.
Ilektrisméni apó filímata
tha `leges tin atmósfera.
I sképsis, ta piímata,
város perittó.
Έcho káti spasména fterá.
Den kséro kan giatí mas írthe
to kalokeri aftó.
Gia pian anélpisti chará,
gia pies agápes,
gia pio taksídi onireftó.
|