Σαν τον πουλημένο σκλάβο
μέρα, νύχτα στη δουλειά
αγωνίζομαι να θρέψω
τα φτωχά μου τα παιδιά.
Δούλευε, σκλάβε, δούλευε
ως τη στερνή πνοή σου,
αφού γεννήθηκες φτωχός
έτσι θα πάει η ζωή σου.
Πού ‘ναι η προκοπή που έχω
μες στη μαύρη μου ζωή;
Κι αν δουλεύω σαν τον σκλάβο
δε χορταίνω το ψωμί.
Δούλευε, σκλάβε, δούλευε
ως τη στερνή πνοή σου,
αφού γεννήθηκες φτωχός
έτσι θα πάει η ζωή σου.
Όπου πω τα βάσανά μου
τα μεγάλα και βαριά
με πικραίνουν και μου λένε
ας μην έκανες παιδιά.
|
San ton puliméno sklávo
méra, níchta sti duliá
agonízome na thrépso
ta ftochá mu ta pediá.
Duleve, skláve, duleve
os ti sterní pnoí su,
afu genníthikes ftochós
étsi tha pái i zoí su.
Pu ‘ne i prokopí pu écho
mes sti mavri mu zoí;
Ki an dulevo san ton sklávo
de chorteno to psomí.
Duleve, skláve, duleve
os ti sterní pnoí su,
afu genníthikes ftochós
étsi tha pái i zoí su.
Όpu po ta vásaná mu
ta megála ke variá
me pikrenun ke mu léne
as min ékanes pediá.
|