Ήταν κάποτε ένας ήλιος
σε μια θάλασσα πλατιά
και μι’ αγάπη όλη δικιά μου
στον καημό, στον καημό ήταν μπροστά.
Ποιος θα μου δώσει τα σβησμένα αστέρια,
ποιος θα μου φέρει τ’ άσπρα πουλιά,
τα δάχτυλά μου σαν δυο περιστέρια
θα σου στολίζουν τα χρυσά μαλλιά.
Ήταν κάποτε μι’ αγάπη
σε μια γη τόσο μικρή,
δεν τη χώρεσε η καρδιά μου,
πνίγηκε, πνίγηκε μες στο κρασί.
Ποιος θα μου δώσει τα σβησμένα αστέρια,
ποιος θα μου φέρει τ’ άσπρα πουλιά,
τα δάχτυλά μου σαν δυο περιστέρια
θα σου στολίζουν τα χρυσά μαλλιά
|
Ήtan kápote énas ílios
se mia thálassa platiá
ke mi’ agápi óli dikiá mu
ston kaimó, ston kaimó ítan brostá.
Pios tha mu dósi ta svisména astéria,
pios tha mu féri t’ áspra puliá,
ta dáchtilá mu san dio peristéria
tha su stolízun ta chrisá malliá.
Ήtan kápote mi’ agápi
se mia gi tóso mikrí,
den ti chórese i kardiá mu,
pnígike, pnígike mes sto krasí.
Pios tha mu dósi ta svisména astéria,
pios tha mu féri t’ áspra puliá,
ta dáchtilá mu san dio peristéria
tha su stolízun ta chrisá malliá
|