Σε μια κουβέντα αρπάχτηκα, ωωω
και σήκωσα το χέρι,
Παρασκευή που φτιάχτηκα, ωωω
Σαββάτο χα- Σαββάτο χαραμέρι.
Σε πίκρανα, τζιγιέρι μου,
να κόβονταν το χέρι μου,
να κόβονταν το χέρι μου,
σε πίκρανα, τζιγιέρι μου.
Κλαίω στα σκαλοπάτια σου, ωωω
κοντεύω να πεθάνω,
πικρό κρασί τα μάτια σου, ωωω
και πώς θα τα γλυκάνω.
Σε πίκρανα, τζιγιέρι μου,
να κόβονταν το χέρι μου,
να κόβονταν το χέρι μου,
σε πίκρανα, τζιγιέρι μου.
|
Se mia kuvénta arpáchtika, ooo
ke síkosa to chéri,
Paraskeví pu ftiáchtika, ooo
Savváto cha- Savváto charaméri.
Se píkrana, tzigiéri mu,
na kóvontan to chéri mu,
na kóvontan to chéri mu,
se píkrana, tzigiéri mu.
Kleo sta skalopátia su, ooo
kontevo na petháno,
pikró krasí ta mátia su, ooo
ke pós tha ta glikáno.
Se píkrana, tzigiéri mu,
na kóvontan to chéri mu,
na kóvontan to chéri mu,
se píkrana, tzigiéri mu.
|