Σε προσέχω σαν δάκρυ μη χάσει το σχήμα του,
τι νομίζεις μας έχει απομείνει καρδιά μου,
μια φούχτα τσαγανόφλουδες.
Σε προσέχω σαν δάκρυ μη χάσει το σχήμα του.
Ξέρεις; Ναι, ξέρεις.
Εγώ δεν ξέρω.
Κι οι ψαλμωδίες δεν τολμάνε ν’ αγγίξουν
τον θόλο τους και χάνεται ο απόηχος.
Αλάτισέ μου το σκήπτρο σου κι αυτή
τη γεύση την έχασα.
Τι νομίζεις μας έχει απομείνει καρδιά μου,
μια αντάρα μες στη θάλασσα.
Ημέρωσέ μου τα κίτρινα, υποφέρω.
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου, εξαφανίζονται.
Τα τζιτζίκια όπως πάντα ξετρελαίνουν τον κόσμο,
ήχος πυκνός και αδιάσπαστος, ήχος παρηγορητικός,
ήχος καθησυχαστικός, ήχος που δε μας αφορά πια.
Σε προσέχω σαν δάκρυ μη χάσει το σχήμα του.
|
Se prosécho san dákri mi chási to schíma tu,
ti nomízis mas échi apomini kardiá mu,
mia fuchta tsaganófludes.
Se prosécho san dákri mi chási to schíma tu.
Kséris; Ne, kséris.
Egó den kséro.
Ki i psalmodíes den tolmáne n’ angiksun
ton thólo tus ke chánete o apóichos.
Alátisé mu to skíptro su ki aftí
ti gefsi tin échasa.
Ti nomízis mas échi apomini kardiá mu,
mia antára mes sti thálassa.
Imérosé mu ta kítrina, ipoféro.
Fére ti gnómi su kontá mu, eksafanízonte.
Ta tzitzíkia ópos pánta ksetrelenun ton kósmo,
íchos piknós ke adiáspastos, íchos parigoritikós,
íchos kathisichastikós, íchos pu de mas aforá pia.
Se prosécho san dákri mi chási to schíma tu.
|