Της ψυχής το κοκκινάδι,
στα δυο χείλη μου φορώ,
ξετυλίγω το κουβάρι
και την άκρη του βαστώ.
Όσο φως τόσο σκοτάδι
κρύβω εγώ σε μια ματιά,
απ´ τον ουρανό στον Άδη
κατεβάζω τα σχοινιά.
Ξέρω δρόμο που περνάει
απ´ του νου τα μυστικά,
ασημένια μονοπάτια
και κρατώ χρυσά κλειδιά.
Ξέρω μέρα που κρατάει
δεκατέσσερις ζωές,
κλείσ´ τα μάτια για ν´ ανέβεις
στου κορμιού τις κορυφές.
Πριν σ´ ακούσω έχεις μιλήσει,
πριν σε δω κρυφά κοιτάς,
πριν σ´ αγγίξω μ´ έχεις πιάσει,
πριν σε νιώσω με φιλάς.
Σαν πουλί που φτερουγίζει,
στης καρδιάς μου το κλουβί,
Μα αν τ´ ανοίξω δε θα φύγει,
μόνο θα μ´ ακολουθεί.
|
Tis psichís to kokkinádi,
sta dio chili mu foró,
ksetilígo to kuvári
ke tin ákri tu vastó.
Όso fos tóso skotádi
krívo egó se mia matiá,
ap´ ton uranó ston Άdi
katevázo ta schiniá.
Kséro drómo pu pernái
ap´ tu nu ta mistiká,
asiménia monopátia
ke krató chrisá klidiá.
Kséro méra pu kratái
dekatésseris zoés,
klis´ ta mátia gia n´ anévis
stu kormiu tis korifés.
Prin s´ akuso échis milísi,
prin se do krifá kitás,
prin s´ angikso m´ échis piási,
prin se nióso me filás.
San pulí pu fterugizi,
stis kardiás mu to kluví,
Ma an t´ anikso de tha fígi,
móno tha m´ akoluthi.
|