Σκέψη μου ξημερωμένη,
σαν τα ζάρια σκορπισμένη
σ’ όλες τις γωνιές.
Το παράφορό σου ζάλο
μου ’χει αφήσει για ρεγάλο
δυo καλές στιγμές.
Μέθη μου και καλντερίμι,
άσε ήσυχο τ’ αγρίμι
που θυμάται και στενάζει,
που ξεχνάει και γελά.
Δε μιλώ και η σιωπή μου
είναι η απαντοχή μου
κι η κληρονομιά.
Κι όπως όλοι οι λεβέντες,
θα χαθώ στο παρά πέντε,
μες στη λησμονιά.
Μέθη μου και καλντερίμι,
άσε ήσυχο τ’ αγρίμι
που θυμάται και στενάζει,
που ξεχνάει και γελά.
Χρόνε, δώσ’ μου το ζαλίκι
κι ό, τι άλλο μου ανήκει,
δε θα φοβηθώ!
Τι κι αν τα ’βαλες μαζί μου;
Χαίρε, λίβα της ερήμου,
xαίρε, αρπακτικό!
Μέθη μου και καλντερίμι,
άσε ήσυχο τ’ αγρίμι
που θυμάται και στενάζει,
που ξεχνάει και γελά.
|
Sképsi mu ksimeroméni,
san ta zária skorpisméni
s’ óles tis goniés.
To paráforó su zálo
mu ’chi afísi gia regálo
dio kalés stigmés.
Méthi mu ke kalnterími,
áse ísicho t’ agrími
pu thimáte ke stenázi,
pu ksechnái ke gelá.
De miló ke i siopí mu
ine i apantochí mu
ki i klironomiá.
Ki ópos óli i levéntes,
tha chathó sto pará pénte,
mes sti lismoniá.
Méthi mu ke kalnterími,
áse ísicho t’ agrími
pu thimáte ke stenázi,
pu ksechnái ke gelá.
Chróne, dós’ mu to zalíki
ki ó, ti állo mu aníki,
de tha fovithó!
Ti ki an ta ’vales mazí mu;
Chere, líva tis erímu,
xere, arpaktikó!
Méthi mu ke kalnterími,
áse ísicho t’ agrími
pu thimáte ke stenázi,
pu ksechnái ke gelá.
|