Σμυρνιωτοπούλα μου, τρελή,
με τα γλυκά σου μάτια,
την άμοιρή μου την καρδιά
την έκαμες κομμάτια.
Έλα να σμίξωμε τα δυο, παλιά μου φιληνάδα,
όπως η Σμύρνη έσμιξε μαζί με την Ελλάδα.
όρκο σου κάμω στον Θεό, στον ήλιο και στ’ αστέρια
η Σμύρνη δε θα φύγει πια απ’ τα δικά μας χέρια.
Πολίτισσα, καμωματού,
σαν το κεράκι λιώνω,
όταν μ’ αρνείσαι άσπλαχνη
από καρδιάς τελειώνω.
Έλα να σμίξωμε τα δυο σε φτωχικό κονάκι,
όπως προχτές στην Πόλη μας μπήκε το ευζωνάκι,
μην αρνηθείς τον όρκο μας το ‘πες στην Παναγιά,
τον γάμο μας να κάνουμε μες στην Αγιά Σοφιά.
|
Smirniotopula mu, trelí,
me ta gliká su mátia,
tin ámirí mu tin kardiá
tin ékames kommátia.
Έla na smíksome ta dio, paliá mu filináda,
ópos i Smírni ésmikse mazí me tin Elláda.
órko su kámo ston Theó, ston ílio ke st’ astéria
i Smírni de tha fígi pia ap’ ta diká mas chéria.
Polítissa, kamomatu,
san to keráki lióno,
ótan m’ arnise ásplachni
apó kardiás telióno.
Έla na smíksome ta dio se ftochikó konáki,
ópos prochtés stin Póli mas bíke to evzonáki,
min arnithis ton órko mas to ‘pes stin Panagiá,
ton gámo mas na kánume mes stin Agiá Sofiá.
|