Έδωσα μια γροθιά κι έσπασα τον καθρέφτη,
έσπασα τον καθρέφτη, τον άπιστο, τον ψεύτη.
θαρρούσα εκείνη τη στιγμή πως έβλεπα εσένα,
και γύρεψα εκδίκηση για κάτι περασμένα.
Και τώρα που το χέρι μου το βλέπω ματωμένο
και τον καθρέφτη αντίκρυ μου απ’ τη γροθιά σπασμένο,
κατάλαβα πως δε χτυπώ εσένα που μισούσα,
τον ίδιο μου τον εαυτό μονάχα εγώ χτυπούσα.
Τι παθαίνει ο άνθρωπος όταν αγαπάει,
αλλού είναι ο δρόμος του κι αλλού η καρδιά τον πάει,
αλλού είναι ο δρόμος του κι αλλού η καρδιά τον πάει,
τι παθαίνει ο άνθρωπος όταν αγαπάει.
|
Έdosa mia grothiá ki éspasa ton kathréfti,
éspasa ton kathréfti, ton ápisto, ton psefti.
tharrusa ekini ti stigmí pos évlepa eséna,
ke girepsa ekdíkisi gia káti perasména.
Ke tóra pu to chéri mu to vlépo matoméno
ke ton kathréfti antíkri mu ap’ ti grothiá spasméno,
katálava pos de chtipó eséna pu misusa,
ton ídio mu ton eaftó monácha egó chtipusa.
Ti patheni o ánthropos ótan agapái,
allu ine o drómos tu ki allu i kardiá ton pái,
allu ine o drómos tu ki allu i kardiá ton pái,
ti patheni o ánthropos ótan agapái.
|