Βούλιαξα στη σιωπή
σαν τα καράβια σ’ αφρισμένο πέλαγο
χάθηκα το πρωί
σαν τα πουλιά στου δάσους τα φυλώματα
και δίψασα πολύ
κι ως έσκυψα να πιω εστέρεψε η πηγή
Στα χείλη μας χλωρό ακόμα το φιλί
έλα ν’ αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή
η άνοιξη τραγούδι ο ήλιος στην αυλή
έλα ν’ αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή
Έσβησε η φωνή
σαν το κερί που σβήνει από τον άνεμο
έμεινες μοναχή
σαν ένα αστέρι που έχασε τη λάμψη του
και δίψασες πολύ
κι ως έσκυψες να πιεις εστέρεψε η πηγή
|
Ouliaksa sti siopí
san ta karávia s’ afrisméno pélago
cháthika to pri
san ta puliá stu dásus ta filómata
ke dípsasa polí
ki os éskipsa na pio estérepse i pigí
Sta chili mas chloró akóma to filí
éla n’ agapithume se mia vunokorfí
i ániksi tragudi o ílios stin avlí
éla n’ agapithume se mia vunokorfí
Έsvise i foní
san to kerí pu svíni apó ton ánemo
émines monachí
san éna astéri pu échase ti lámpsi tu
ke dípsases polí
ki os éskipses na piis estérepse i pigí
|