Στης Σαλαμίνας τα νερά
καράβι ταξιδεύει
κι ένα κορίτσι στη στεριά
τη μάνα του γυρεύει
Ρίχνει σταυρό στη θάλασσα
πετροβολάει το χώμα
δώδεκα χρόνια πέρασαν
και τη θυμάται ακόμα
Μάνα που πάλευες μες στα λιμάνια
δίχως χαμόγελα και περηφάνια
μάνα που λύγισες μες στα μουράγια
μάνα μου μάνα μου κυνηγημένη
από τη κούνια σου στη Μενεμένη
Στης Σαλαμίνας τα νερά
κοιμάται το φεγγάρι
κι ένα κορίτσι στη στεριά
για τ’ όνειρο σαλπάρει
Βλέπει της Σμύρνης τη φωτιά
του Κορδελιού τη στάχτη
κι ένα λουλούδι που άνθιζε
στου κήπου τους τον φράχτη
Μάνα που πάλευες μες στα λιμάνια
δίχως χαμόγελα και περηφάνια
μάνα που λύγισες μες στα μουράγια
μάνα μου μάνα μου κυνηγημένη
από τη κούνια σου στη Μενεμένη
|
Stis Salamínas ta nerá
karávi taksidevi
ki éna korítsi sti steriá
ti mána tu girevi
Ríchni stavró sti thálassa
petrovolái to chóma
dódeka chrónia pérasan
ke ti thimáte akóma
Mána pu páleves mes sta limánia
díchos chamógela ke perifánia
mána pu lígises mes sta murágia
mána mu mána mu kinigiméni
apó ti kunia su sti Meneméni
Stis Salamínas ta nerá
kimáte to fengári
ki éna korítsi sti steriá
gia t’ óniro salpári
Olépi tis Smírnis ti fotiá
tu Kordeliu ti stáchti
ki éna luludi pu ánthize
stu kípu tus ton fráchti
Mána pu páleves mes sta limánia
díchos chamógela ke perifánia
mána pu lígises mes sta murágia
mána mu mána mu kinigiméni
apó ti kunia su sti Meneméni
|