Ζητιάνε αδερφέ μου τα βράδια
η σκέψη μετράει συνεχώς
σε τούτη την πόλη την άδεια
γυρνάς και γερνάς μοναχός.
Κι όλο απλώνεις τα χέρια
και μιλάς με τ’ αστέρια
και ζητάει έναν άνθρωπο
ο καημός σου ο κρυφός, ένα φως.
Πού πήγαν οι ανθρώποι λοιπόν,
σε ποιον να μιλήσεις σε ποιον;
Χαθήκανε όλοι
στην έρημη πόλη
το κλάμα σου μόνο αντηχεί
πουθενά δεν υπάρχει ψυχή.
Ζητιάνε αδερφέ μου
ποιος ξέρει τι νιώθεις την ώρα αυτή.
Προς όλους απλώνεις το χέρι,
κι είναι η πόρτα του ονείρου κλειστή.
Αδερφέ μου ζητιάνε,
οι ανθρώποι πού πάνε;
Πώς μπορεί το τραγούδι σου,
η φωνή σου η ζεστή ν’ ακουστεί;
|
Zitiáne aderfé mu ta vrádia
i sképsi metrái sinechós
se tuti tin póli tin ádia
girnás ke gernás monachós.
Ki ólo aplónis ta chéria
ke milás me t’ astéria
ke zitái énan ánthropo
o kaimós su o krifós, éna fos.
Pu pígan i anthrópi lipón,
se pion na milísis se pion;
Chathíkane óli
stin érimi póli
to kláma su móno antichi
puthená den ipárchi psichí.
Zitiáne aderfé mu
pios kséri ti nióthis tin óra aftí.
Pros ólus aplónis to chéri,
ki ine i pórta tu oniru klistí.
Aderfé mu zitiáne,
i anthrópi pu páne;
Pós bori to tragudi su,
i foní su i zestí n’ akusti;
|