Ω, αλήθεια σας λέω
το φεγγάρι ήταν ψηλά ματωμένο
κι η νύχτα μια πανούργα γριά
ψοφίμια μου γνέφαν στα ρείθρα
μα εγώ δεν είχα
παρά μια φτωχή, βασανισμένη καρδιά.
Ω, αλήθεια σας λέω
με το ζόρι κρατιόμουν
από ένα κορμί τσακισμένο
–μόλις τα είχα πιει στο καπηλειό
με τ’ όνομα «Στην κόλαση βαθιά»–
στα λασπόνερα πλενόμουν
κι οι μέρες όλες πίσω τους με σέρνανε
θανάτου ρυμουλκά.
Ω, αλήθεια σας λέω
–οι ουλές μάρτυρές μου–
με χτυπούσαν οι άνεμοι
σαν διαβόλοι μανιασμένοι
απ’ όλες τις μεριές,
γύρω μου σκιές που μορφάζανε
δήμιοι που καγχάζανε
και στήναν θηλιές.
Ω, αλήθεια σας λέω
είμαι ένας άνθρωπος ξένος
στοιχειωμένος από μια αγάπη παλιά,
μια νύχτα του Νοέμβρη
την είδα εμπρός μου να στέκει
μ’ ένα τουφέκι
και να μου χαμογελά.
Την επόμενη μέρα με βρήκαν πεσμένο
–το φεγγάρι ψηλά σκοτωμένο
κι η νύχτα κρυμμένη σαν πανούργα γριά–
με τα ψοφίμια δίπλα στα ρείθρα
μα εγώ δεν είχα
παρά μια φτωχή, βασανισμένη καρδιά.
Κι όλοι είπαν «αχ, τον καημένο
τα βάσανά του τέλειωσαν πια»,
τον είδαν καμπόσοι, τι να τον είχε στοιχειώσει
και τίναξε τα μυαλά του
έξω απ’ το καπηλειό
με τ’ όνομα «Στην κόλαση βαθιά».
Ω, αλήθεια σας λέω
προσευχηθείτε για μένα
στον καθένα μπορεί να συμβεί
γιατί ό,τι βρέθηκε είναι τέρμα
κι ό,τι χάθηκε, πληγή.
|
O, alíthia sas léo
to fengári ítan psilá matoméno
ki i níchta mia panurga griá
psofímia mu gnéfan sta rithra
ma egó den icha
pará mia ftochí, vasanisméni kardiá.
O, alíthia sas léo
me to zóri kratiómun
apó éna kormí tsakisméno
–mólis ta icha pii sto kapilió
me t’ ónoma «Stin kólasi vathiá»–
sta laspónera plenómun
ki i méres óles píso tus me sérnane
thanátu rimulká.
O, alíthia sas léo
–i ulés mártirés mu–
me chtipusan i ánemi
san diavóli maniasméni
ap’ óles tis meriés,
giro mu skiés pu morfázane
dímii pu kagcházane
ke stínan thiliés.
O, alíthia sas léo
ime énas ánthropos ksénos
stichioménos apó mia agápi paliá,
mia níchta tu Noémvri
tin ida ebrós mu na stéki
m’ éna tuféki
ke na mu chamogelá.
Tin epómeni méra me vríkan pesméno
–to fengári psilá skotoméno
ki i níchta krimméni san panurga griá–
me ta psofímia dípla sta rithra
ma egó den icha
pará mia ftochí, vasanisméni kardiá.
Ki óli ipan «ach, ton kaiméno
ta vásaná tu téliosan pia»,
ton idan kabósi, ti na ton iche stichiósi
ke tínakse ta mialá tu
ékso ap’ to kapilió
me t’ ónoma «Stin kólasi vathiá».
O, alíthia sas léo
prosefchithite gia ména
ston kathéna bori na simvi
giatí ó,ti vréthike ine térma
ki ó,ti cháthike, pligí.
|