Εγώ που έμεινα εδώ,
σ’ αυτή την κρύα πόλη.
Σ’ ένα παράδεισο φυγής
που κόβει τη μιλιά.
Ξυπνούσα και κοιμόμουνα
εδώ που μένουν όλοι.
Συντρίμμια και εργένηδες,
σκουπίδια και σκυλιά.
Αγάπη μου, την πόρτα μας
απόψε μην κλειδώσεις.
Να μείνει θέλω ορθάνοιχτη
κι απ `έξω τα κλειδιά.
Μαζί μου στο κατώφλι μας
κι εσύ να καμαρώσεις.
Το Μάη που σαλτάρισε
απόψε στα κλαδιά.
Εδώ στο πεζοδρόμιο,
στα διψασμένα δέντρα.
Ελπίδα έψαχνα να βρω
και κάπου να πιαστώ.
Εδώ που χάθηκε το φως,
ο ήλιος και η πέτρα.
Συντρίμμι είμαι και εγώ
μα αντέχω και βαστώ.
Αγάπη μου, την πόρτα μας
απόψε μην κλειδώσεις.
Να μείνει θέλω ορθάνοιχτη
κι απ `έξω τα κλειδιά.
Μαζί μου στο κατώφλι μας
κι εσύ να καμαρώσεις.
Το Μάη που σαλτάρισε
απόψε στα κλαδιά.
|
Egó pu émina edó,
s’ aftí tin kría póli.
S’ éna parádiso figís
pu kóvi ti miliá.
Ksipnusa ke kimómuna
edó pu ménun óli.
Sintrímmia ke ergénides,
skupídia ke skiliá.
Agápi mu, tin pórta mas
apópse min klidósis.
Na mini thélo orthánichti
ki ap `ékso ta klidiá.
Mazí mu sto katófli mas
ki esí na kamarósis.
To Mái pu saltárise
apópse sta kladiá.
Edó sto pezodrómio,
sta dipsasména déntra.
Elpída épsachna na vro
ke kápu na piastó.
Edó pu cháthike to fos,
o ílios ke i pétra.
Sintrímmi ime ke egó
ma antécho ke vastó.
Agápi mu, tin pórta mas
apópse min klidósis.
Na mini thélo orthánichti
ki ap `ékso ta klidiá.
Mazí mu sto katófli mas
ki esí na kamarósis.
To Mái pu saltárise
apópse sta kladiá.
|