Στην πόρτα σου
με δάκρυα παραμιλώ
στην πόρτα σου
γιατί σε αγαπώ.
Στην πόρτα σου
σαν τον ζητιάνο καρτερώ,
στην πόρτα σου
και κλαίω και πονώ.
Μη μου δείχνεις
τόση απονιά,
μη μ’αφήνεις
μες στην παγωνιά.
Έφταιξα, με χώρισες
φτάνει με τιμώρησες,
αχ, δεν αντέχω πια.
Κι αν έφταιξα
σαν άνθρωπο να με πονάς
κι αν έφταιξα
να μη με τυραννάς.
Κι αν έφταιξα
δυο λόγια θέλω να σου πω
κι αν έφταιξα
ακόμα σ’αγαπώ.
Έφταιξα, με χώρισες
φτάνει με τιμώρησες,
αχ, δεν αντέχω πια.
|
Stin pórta su
me dákria paramiló
stin pórta su
giatí se agapó.
Stin pórta su
san ton zitiáno karteró,
stin pórta su
ke kleo ke ponó.
Mi mu dichnis
tósi aponiá,
mi m’afínis
mes stin pagoniá.
Έfteksa, me chórises
ftáni me timórises,
ach, den antécho pia.
Ki an éfteksa
san ánthropo na me ponás
ki an éfteksa
na mi me tirannás.
Ki an éfteksa
dio lógia thélo na su po
ki an éfteksa
akóma s’agapó.
Έfteksa, me chórises
ftáni me timórises,
ach, den antécho pia.
|