Με τον πικρό καφέ τον πρωινό
αρχίζεις τη δουλειά σου στο γραφείο
μ’ ένα τσιγάρο κάπνισμα βουβό
στα όρθια ξυπνάς στο κυλικείο.
Και σε λιγάκι αρχίζεις το ρυθμό
αθροίσματα στη μηχανή κι αρχείο
και σέρνεις της ρουτίνας το χορό
ξενέρωτος στο ωραίο διαφθορείο.
Έξω καράβια φεύγουνε στου Πειραιά τη μπούκα,
μ’ ένα απ’ αυτά θα φύγουμε κάποιο βραδάκι σου `πα.
Σε μέγαρα μεγάλα φωτεινά
που βλέπεις πέρα όλο το λιμάνι
λογαριασμούς χτυπάς για φορτηγά
που απάνω τους τρεις μήνες έχεις κάνει
κι ο απρόσωπος χαφιές να σε κοιτά
μ’ αργόσχολες μεθοδικές κινήσεις
Σε βλέπω ένα πρωί στον Πειραιά
Να φεύγεις και μη ξαναγυρίζεις
|
Me ton pikró kafé ton prinó
archízis ti duliá su sto grafio
m’ éna tsigáro kápnisma vuvó
sta órthia ksipnás sto kilikio.
Ke se ligáki archízis to rithmó
athrismata sti michaní ki archio
ke sérnis tis rutínas to choró
ksenérotos sto oreo diafthorio.
Έkso karávia fevgune stu Pireá ti buka,
m’ éna ap’ aftá tha fígume kápio vradáki su `pa.
Se mégara megála fotiná
pu vlépis péra ólo to limáni
logariasmus chtipás gia fortigá
pu apáno tus tris mínes échis káni
ki o aprósopos chafiés na se kitá
m’ argóscholes methodikés kinísis
Se vlépo éna pri ston Pireá
Na fevgis ke mi ksanagirízis
|